- θερμοδέκτης
- ο(θιολ.) αισθητικός δέκτης ο οποίος ανιχνεύει τις μεταβολές τής θερμοκρασίας τού σώματος, αλλ. θερμοϋποδοχέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + δέκτης (< δέχομαι). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thermoreceptor].
Dictionary of Greek. 2013.